μετακόσμιος

μετακόσμιος
-α. -ο, θηλ. και -ος (Α μετακόσμιος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που υπάρχει ή γίνεται πέρα από αυτό τον κόσμο, μετά την παρούσα ζωή, μεταθανάτιος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταξύ τών ουράνιων σωμάτων, στο μεταξύ τών κόσμων διάστημα
2. αχανής, απέραντος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μετακόσμια
(φιλοσ.) τα μεταξύ τών κόσμων διαστήματα, όπου ζουν μακάρια και αμέριμνα οι θεοί
4. (μτγν. αστρον.) ονομασία τού δωδέκατου τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κόσμιος (< κόσμος «τάξη»), πρβλ. υπερ-κόσμιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετακόσμιος — between worlds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακόσμιον — μετακόσμιος between worlds masc/fem acc sg μετακόσμιος between worlds neut nom/voc/acc sg μετακοσμέω rearrange imperf ind act 3rd pl (doric) μετακοσμέω rearrange imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακοσμίοις — μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut dat pl μετακοσμέω rearrange pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακοσμίου — μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακοσμίων — μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut gen pl μετακοσμέω rearrange pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακοσμίῳ — μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακόσμια — μετακόσμιος between worlds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερωκεάνιος — α, ο / ὑπερωκεάνιος, ον, ΝΑ, και παλαιότ. τ. υπερωκεάνειος Ν αυτός που βρίσκεται πέρα από τον ωκεανό (α. «υπερωκεάνιες κτήσεις» β. «ὑπερωκεάνιοι χῶραι», Φίλ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται διά μέσου τού ωκεανού («υπερωκεάνια ταξίδια») 2. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • μετακοσμίωι — μετακοσμίῳ , μετακόσμιος between worlds masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”